- χειροτεχνικός
- -ή, -ό / χειροτεχνικός, -ή, -όν, ΝΑ [χειροτέχνης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο»)νεοελλ.μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, καθυστερημένοςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», Πλάτ.)2. επιδέξιος, ικανός σε κάτι3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειροτεχνικήη χειρωνακτική εργασία.επίρρ...χειροτεχνικῶς Αχειρωνακτικά.
Dictionary of Greek. 2013.